- δυσνοος
- δύσνοοςδύσ-νοοςстяж. δύσνους 2неприязненный, враждебный
(Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσνόως — δύσνοος ill affected adverbial δύσνοος ill affected masc/fem acc pl (doric) δύσνους ill affected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσνόων — δύσνοος ill affected masc/fem/neut gen pl δύσνους ill affected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσνοοι — δύσνοος ill affected masc/fem nom/voc pl δύσνους ill affected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek